- τουλούμπα
- η(λ. τουρκ.)1. αντλία, τρόμπα.2. είδος γλυκίσματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τουλούμπα — η, Ν 1. (παλ. τ.) αντλία, τρόμπα 2. ονομασία γλυκού με σιρόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulumba < ιταλ. tromba) … Dictionary of Greek
τουλουμπάκι — το, Ν [τουλούμπα] γλυκό τουλούμπα μικρού σχήματος … Dictionary of Greek
τουλουμπατζής — ο, Ν (παλ. τ.) 1. χειριστής αντλίας 2. πυροσβέστης 3. ζαχαροπλάστης που παρασκευάζει ή που πουλάει γλυκά τουλούμπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουλούμπα + κατάλ. τζής* (πρβλ. παλια τζής)] … Dictionary of Greek